ἔκτακτοι

ἐκταλαντόω-ῶ

ἔκταμε
ἐκ·ταλαντόω-ῶ [τᾰ] dépouiller de son argent, Sopatr. (Ath. 230e).
Étym. ἐκ, τάλαντον.