ἔκθαμϐος

ἐκθαμνίζω

ἐκθαμνόομαι-οῦμαι
ἐκ·θαμνίζω (sbj. ao. ἐκθαμνίσητε) extirper, Eschl. Sept. 72.
Étym. ἐκ, θάμνος.