ἑκτικός

ἐκτίκτω

ἑκτικῶς
ἐκ·τίκτω (f. -τέξομαι, pf. -τέτοκα) mettre bas, enfanter, Plat. Theæt. 210b ; Arstt. H.A. 5, 15, 19, etc.