ἐκτιθηνέομαι-οῦμαι

ἑκτικός

ἐκτίκτω
ἑκτικός, ή, όν :
1 habituel, Arr. Epict. 2, 18, 4 ||
2 t. de méd. continu, hectique, Arstt. Probl. 18, 37 ; ἑκτ. πυρετός, Gal. 2, 263 ; A. Aphr. Probl. 30, 13, fièvre continue ou hectique, étisie.
Étym. ἑκτός.