ἐλαιάεις

ἐλαιακόνη

ἐλαιαλογέω-ῶ
ἐλαι·ακόνη, ης () [ᾰκ] pierre huilée servant à aiguiser, P. Eg. 245, 52.
Étym. ἐλαία, ἀκόνη.