ἐλαιακόνη

ἐλαιαλογέω-ῶ

Ἐλαιατικὸς κόλπος
ἐλαιαλογέω-ῶ, c. ἐλαιολογέω, Spt. Deut. 24, 22.
Étym. var. ἐλαιολογέω.