ἐλαιοχυτέω-ῶ

ἐλαιοχύτησις

ἐλαιόω-ῶ
ἐλαιοχύτησις, εως () [] action d’arroser d’huile, Sor. Obst. p. 287 Erm.
Étym. ἐλαιοχυτέω.