ἐλαιοχριστία

ἐλαιοχυτέω-ῶ

ἐλαιοχύτησις
ἐλαιο·χυτέω-ῶ [] arroser d’huile, oindre, P. Eg. 302 Briau.
Étym. ἔ. χυτός.