ἐλαιόκομος

ἐλαιολογέω-ῶ

ἐλαιολόγος
ἐλαιολογέω-ῶ, cueillir les olives, Spt. Deut. 24, 22 ; Phil. 2, 390.
Étym. *ἐλαιολόγος.