ἐλαιολογέω-ῶ

ἐλαιολόγος

ἐλαιόμελι
*ἐλαιο·λόγος, att. ἐλαο·λόγος, ου () [] qui cueille des olives, Ar. Vesp. 712.
Étym. ἐλαία, ἐλάα, λέγω.