ἐλαιοφιλοφάγος

ἐλαιοφόρος

ἐλαιοφυής
*ἐλαιο·φόρος, att. ἐλαο·φόρος, ος, ον [] qui produit des oliviers ou de l’huile d’olive, Eur. H.f. 1178 ; Th. C.P. 2, 4, 4.
Étym. ἐλαία ou ἔλαιον, φέρω.