Ἐλαιοῦς

ἐλαιοφιλοφάγος

ἐλαιοφόρος
ἐλαιο·φιλο·φάγος, ος, ον [φῐᾰ] mangeur d’olives, Epich. (Ath. 64f).
Étym. ἐλαία, φίλος, φαγεῖν.