ἐλαιοφυτεία

ἐλαιόφυτος

ἐλαιοχριστία
ἐλαιό·φυτος, ος, ον [] planté d’oliviers, Eschl. Pers. 884 ; Str. 570 ; τὸ ἐλαιόφυτον, Plut. M. 524a, plant d’oliviers.
Étym. ἐλαία, φυτόν.