ἐλαιόφυτος

ἐλαιοχριστία

ἐλαιοχυτέω-ῶ
ἐλαιο·χριστία, ας () onction avec de l’huile, DL. 5, 71 conj. p. -χρηστία.
Étym. ἔ. χριστός.