ἐλαφοειδής

ἐλαφόκρανος

ἐλαφοκτόνος
ἐλαφό·κρανος, ος, ον [ρᾱ] à tête de cerf, Str. 710.
Étym. ἔ. *κρᾶνον, cf. κρανίον.