ἐλαφρῶς

ἐλαφώδης

ἐλαφῶεν ὄρος
ἐλαφώδης, ης, ες [] c. ἐλαφοειδής, Eun. (Phot. 3, 245b).
Étym. ἔλαφος, -ωδης.