ἐλαφώδης

ἐλαφῶεν ὄρος

ἐλαχιστάκις
ἐλαφῶεν ὄρος (τὸ) la « montagne des cerfs », dans l’î. d’Arginuse, Arstt. H.A. 6, 29.
Étym. ἔλαφος.