ἐλεγχείη

ἐλεγχήεις

ἐλεγχής
ἐλεγχήεις, ήεσσα, ῆεν, c. le suiv. Apollin. Metaphr. ps. 35, 23 ; 43, 52 ; 118, 249.
Étym. ἔλεγχος.