ἐλεγχήεις

ἐλεγχής

ἐλεγχοειδής
ἐλεγχής, ής, ές, blâmable, honteux, vil, en parl. de pers. Il. 4, 242 ; 24, 239 ||
Sup. ἐλέγχιστος, Il. 2, 285.
Étym. ἔλεγχος.