ἐλεφαντιακός

ἐλεφαντίασις

ἐλεφαντιάω-ῶ
ἐλεφαντίασις, εως () [ᾱσ] éléphantiasis, sorte de lèpre, Plut. M. 731a et b, 732a ; Diosc. 2, 76 et 109 ; 5, 41 ; Arét. Caus. m. diut. 2, 13.
Étym. ἐλεφαντιάω.