ἐλεφαντίασις

ἐλεφαντιάω-ῶ

Ἐλεφαντίδης
ἐλεφαντιάω-ῶ, être atteint de l’éléphantiasis, Diosc. 1, 105 ; 2, 153 ; Ptol. Tetr. 151 ; Procl. Ptol. p. 214.
Étym. ἐλέφας.