ἐλεφαντιστής

ἐλεφαντόϐοτος

ἐλεφαντόδετος
ἐλεφαντό·ϐοτος, ος, ον, où paissent les éléphants, Nonn. D. 39, 26.
Étym. ἐ. βόσκω.