ἐλεφαντόϐοτος

ἐλεφαντόδετος

ἐλεφαντοθήρας
ἐλεφαντό·δετος, ος, ον :
1 monté en ivoire, Ar. Av. 218 ||
2 orné d’ivoire, Eur. I.A. 583.
Étym. ἐ. δέω.