ἐλεφαντοθήρας

ἐλεφαντοκόλλητος

ἐλεφαντοκομία
ἐλεφαντο·κόλλητος, ος, ον, plaqué d’ivoire, Clém. 1, 433 a Migne.
Étym. ἐ. κολλάω.