ἐλεφαντοκόλλητος

ἐλεφαντοκομία

ἐλεφαντόκωπος
ἐλεφαντο·κομία, ας () soin ou entretien des éléphants, El. N.A. 6, 8.
Étym. ἐ. κομέω.