ἐλεφαντόπηχυς

ἐλεφαντόπους

ἐλεφαντοτόμος
ἐλεφαντό·πους, ποδος (ὁ, ἡ) aux pieds d’ivoire, Plat. com. (Ath. 48b) ; Luc. Somn. 14.
Étym. ἐ. πούς.