ἐλεφαντομάχος

ἐλεφαντόπηχυς

ἐλεφαντόπους
ἐλεφαντό·πηχυς, υς, υ, aux coudes ou aux bras d’ivoire, M. Tyr. 14, 6.
Étym. ἐ. πῆχυς.