ἐλεφαντοτόμος

ἐλεφαντουργός

ἐλεφαντοφάγος
ἐλεφαντουργός, οῦ () qui travaille l’ivoire, Dysc. Pron. 299a ; Philstr. 203 ; Thém. 224.
Étym. ἐ. ἔργον.