ἐλεφαντουργός

ἐλεφαντοφάγος

ἐλεφαντώδης
ἐλεφαντο·φάγος, ος, ον [φᾰ] qui mange de la chair d’éléphant, Str. 771.
Étym. ἐ. φαγεῖν.