ἐλεφαντοφάγος

ἐλεφαντώδης

ἐλέφας
ἐλεφαντώδης, ης, ες, semblable à (des oreilles) d’éléphant, Arét. Caus. m. diut. 2, 13.
Étym. ἐ. -ωδης.