ἐλευθερίη

ἐλευθερικός

ἐλευθέριος
ἐλευθερικός, ή, όν, habitué à la liberté, libre, Plat. Leg. 701e (au sup. -ώτατος) ; τὸ ἐλευθερικόν, Plat. Leg. 919e, l’habitude de la liberté.
Étym. ἐλεύθερος.