ἐλευθερίως

ἐλευθερόγλωσσος

Ἐλευθεροκίλικες
ἐλευθερό·γλωσσος, ος, ον, à la langue ou au langage libre, Orig. p. 3087 Migne.
Étym. ἐλεύθερος, γλῶσσα.