Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐλευθεροπραξία
ἐλευθεροπρασία
ἐλευθεροπρεπής
ἐλευθερο·πρασία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰσ
] vente d’un homme libre,
Sib.
2, 13
.
Étym.
ἐ. πιπράσκω
.