ἐλευθεροπρασία

ἐλευθεροπρεπής

ἐλευθεροπρεπῶς
ἐλευθερο·πρεπής, ής, ές, qui convient à un homme libre, libéral, noble, généreux, Plat. 1 Alc. 135c.
Étym. ἐ. πρέπω.