ἔλλαθι

ἐλλαιμαργέω-ῶ

ἐλλαμϐάνομαι
ἐλ·λαιμαργέω-ῶ, avaler gloutonnement, être glouton, Nyss. 5, 188 a Migne.
Étym. ἐν, λ.