ἐλλαιμαργέω-ῶ

ἐλλαμϐάνομαι

ἐλλαμπόω-ῶ
ἐλ·λαμϐάνομαι, f. ἐλλήψομαι, se cramponner à, gén. Diosc. 4, 184 et 185 ; Jos. A.J. 6, 7, 5 ; 9, 7, 3.
Étym. ἐν, λ.