Ἐμπεδίας

ἐμπεδόκαρπος

Ἐμπεδόκλειος
ἐμπεδό·καρπος, ος, ον, qui porte toujours des fruits, Empéd. (Th. C.P. 1, 13, 2) (ἔμπεδος 1, καρπός).