ἐμπεριγράφω

ἐμπεριεκτικός

ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριεκτικός, ή, όν, qui embrasse dans son développement, Dysc. Pron. 262b, 369a ; Synt. 40, 9 ; 231, 3 ; 297, 23 ; 298, 5 ; Clém. 2, 584 a Migne.
Étym. ἐμπεριέχω.