Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐμπεριεκτικός
ἐμπεριέρχομαι
ἐμπεριέχω
ἐμ·περιέρχομαι
(
f.
-ελεύσομαι,
ao. 2
-ῆλθον
) parcourir,
Luc.
Am.
11 ;
fig.
Phil.
2, 61
.
Étym.
ἐν, π.