ἐμπερικρατέω-ῶ

ἐμπεριλαμϐάνω

ἐμπεριληπτικός
ἐμ·περιλαμϐάνω (f. -λήψομαι, pf. pass. ἐμπεριείλημμαι) embrasser, comprendre, Arstt. Rhet. 3, 15, 4 ; Th. C.P. 5, 3, 4.
Étym. ἐν, π.