ἐμπεριλαμϐάνω

ἐμπεριληπτικός

ἐμπερίληψις
ἐμπεριληπτικός, ή, όν, qui comprend, qui embrasse, Dysc. Synt. 36, 1 Bkk. ; Sext. 161, 16 Bkk.
Étym. ἐμπεριλαμϐάνω.