ἐμπεριληπτικός

ἐμπερίληψις

ἐμπερινοέω-οῶ
ἐμπερίληψις, εως () action d’embrasser, de comprendre, Arstt. Meteor. 2, 8, 10 ; DH. Dem. 38.
Étym. ἐμπεριλαμϐάνω.