ἐμπερίτομος

ἐμπερόναμα

ἐμπερονάω-ῶ
ἐμπερόναμα, ατος (τὸ) [νᾱ] (dor. c. *ἐμπερόνημα) robe agrafée sur les épaules, Thcr. Idyl. 15, 34.
Étym. ἐμπερονάω.