ἐμπερόναμα

ἐμπερονάω-ῶ

ἐμπερπερεύομαι
ἐμ·περονάω-ῶ, fixer dans, Ath. 488c ||
Moy. boucler ou agrafer sur soi, Hermipp. (Ath. 668a).
Étym. ἐν, π.