ἐμφόρησις

ἔμφορτος

ἐμφορτόω-ῶ
ἔμ·φορτος, ος, ον, qui a sa charge, chargé de, gén. DL. 1, 31 ; Opp. H. 2, 212.
Étym. ἐν, φ.