ἐμφορτόω-ῶ

ἔμφραγμα

ἐμφραγμός
ἔμφραγμα, ατος (τὸ) ce qui obstrue, obstacle, Hpc. 258, 39 ; Plut. M. 745e ; fig. Isocr. 148a.
Étym. ἐμφράσσω.