Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἔμφραγμα
ἐμφραγμός
ἐμφρακτικός
ἐμφραγμός,
οῦ
(
ὁ
)
c.
ἔμφραξις,
Spt.
Sir.
27, 14
.
Étym.
ἐμφράσσω
.