ἐμποδιστής

ἐμποδιστικός

ἔμποδος
ἐμποδιστικός, ή, όν, propre à faire obstacle, à empêcher, gén. Arstt. Nic. 7, 13, 1 ; Phys. 4, 8, 10 ; M. Ant. 8, 41 ; Spt. 4 Macc. 1, 4.
Étym. ἐμποδίζω.