Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἐμποδισμός
ἐμποδιστής
ἐμποδιστικός
ἐμποδιστής,
οῦ
(
ὁ
) qui empêche,
Jos.
A.J.
17, 10, 3
.
Étym.
ἐμποδίζω
.