ἔμποδος

ἐμποδοστατέω-ῶ

ἐμποδοστάτης
ἐμποδοστατέω-ῶ [] barrer le chemin, faire obstacle, DL. 10, 95 ; Spt. Jud. 11, 35 ; Phil. 1, 186.
Étym. ἐμποδοστάτης.